Τεύτονες

Τεύτονες
Αρχαίος γερμανικός λαός που είχε την πρώτη ιστορική έδρα του στα Β των εκβολών του Έλβα και, πιεζόμενος από λαούς που μετακινούνταν από τις ασιατικές χώρες προς τα Δ, άρχισε, τον 2o αι. π.Χ., μια μετανάστευση που είχε ως αποτέλεσμα να εισβάλει, μαζί με τους Κίμβρους, στη Γαλατία, στην Ιλλυρία και στην Ισπανία. Το 102 π.Χ. οι Τ. αποχωριζόμενοι από τους Κίμβρους, που εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα του Πάδου, νικήθηκαν και καταστράφηκαν στα Aquae Sextiae (Αιξ - αν - Προβάνς) από τον Μάριο, ο οποίος συντρίβοντας και τους Κίμβρους το επόμενο έτος (101 π.Χ.) στα Campi Raudii (τοποθεσία που φαίνεται πως βρισκόταν στο Μαντοβάνο) έσωσε τη Ρώμη από τη βαρβαρική εισβολή. Η συντριβή των Τ. έγινε το 102 π.Χ. Οι Ρωμαίοι, αφού εξόντωσαν τους ηττημένους, εξόντωσαν και τις γυναίκες τους, που ακολουθούσαν τους άνδρες στις εκστρατείες, ως φύλακες των αποσκευών τους. Λέγεται, ότι οι νεκροί, Τ. και Κίμβροι, έφτασαν τις 300.000. Οι Τ. τελικά αναμείχθηκαν με άλλα γερμανικά φύλα, αλλά οι παραδόσεις τους άφησαν έντονη τη σφραγίδα τους, ώστε το όνομά τους να σημαίνει γενικά τους Γερμανούς, τουλάχιστον στη λογοτεχνική γλώσσα. Τευτονικό κράνος της εποχής των πρώτων εξορμήσεων του γερμανικού αυτού λαού.
* * *
οι, ΝΑ
αρχαίος γερμανικός λαός, πιθανώς ασιατικής προέλευσης, ο οποίος κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα εγκαταστάθηκε στα παράλια τής Βαλτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Teutones / Teutoni].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τευτονικός — ή, ό, Ν [Τεύτονες] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τεύτονες (α. «τευτονική γλώσσα» ονομασία τής γερμανικής γλώσσας κατά τον απώτατο Μεσαίωνα β. «τευτονικό τάγμα» το τρίτο κατά χρονολογική σειρά από τα μεγάλα μοναχικά ιπποτικά τάγματα που… …   Dictionary of Greek

  • Κίμβροι — Αρχαίος γερμανικός λαός. Κατοικούσε στη χερσόνησο που ονομαζόταν Κιμβρική (τη σημερινή Γιουτλάνδη της Δανίας), κοντά στη Βαλτική θάλασσα. Αρχικά οι Κ. συγχέονταν με τους Κέλτες, αργότερα όμως οι μελετητές τούς κατέταξαν στα γερμανικά φύλα. Οι Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Πρωσία — (Preussen). Ιστορική περιοχή της Γερμανίας που μέχρι το 1945 αποτελούσε την περισσότερο εκτεταμένη περιοχή της χώρας με 13 επαρχίες, περιλαμβανομένης και της πρωτεύουσας Βερολίνου. Μετά το B’ Παγκόσμιο πόλεμο η Π. εξαφανίστηκε από τις εσωτερικές… …   Dictionary of Greek

  • Teutonen — Wanderzüge der Kimbern und Teutonen Die Teutonen (lateinisch: Teutones oder Teutoni, griechisch: οι Τεύτονες) waren nach römischen Quellen ein germanisches Volk der Antike, das ursprünglich im heutigen Jütland lebte. Die Teutonen wanderten um 120 …   Deutsch Wikipedia

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • ρίγα — Πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Λετονίας. Βρίσκεται στις όχθες του δυτικού Ντβινά (Νταουγκάβα), κοντά στις εκβολές του στον κόλπο της Ρ. (Βαλτική). Ιδρυμένη το 1201 από τον επίσκοπο Αλβέρτο της Λιβονίας, έγινε επισκοπική έδρα και, στα μέσα του… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος Νιέφσκι — I (Alexander Nevsky, 1220 – 1263). Ρώσος δούκας. Στις 15 Ιουλίου 1240 νίκησε τους Σουηδούς στον ποταμό Νέβα και σταμάτησε έτσι την εισβολή στο δουκάτο του Νόβγκοροντ. Από τη νίκη του αυτή στον Νέβα (Neva) πήρε το όνομα Νιέφσκι, με το οποίο έμεινε …   Dictionary of Greek

  • Άμβρωνες — Κελτικός λαός τον οποίο υπέταξαν οι Ρωμαίοι. Αναφέρονται δύο μάχες τους εναντίον των ρωμαϊκών στρατευμάτων: η πρώτη το 105 π.Χ., όταν νίκησαν τους Ρωμαίους ύπατους Μάνλιο και Καιπίωνα και η δεύτερη το 102 π.Χ., κοντά στα «Σέξτια Ύδατα» (στον… …   Dictionary of Greek

  • Βαλτικές χώρες — Ονομασία των ανεξάρτητων κρατών της Εσθονίας, Λιθουανίας και Λετονίας, που βρίσκονται στην ανατολική ακτή της Βαλτικής θάλασσας. Ιστορία.Στους προϊστορικούς χρόνους η περιοχή κατοικήθηκε από ασιατικούς πληθυσμούς (τους ίδιους που εγκαταστάθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • Βίλνιους — (ρωσ. Vilna, πολων. Wilnο). Πόλη (553.000 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Λιθουανίας. Είναι χτισμένη εκατέρωθεν του ποταμού Βίλιγια. Ιδρύθηκε τον 10o αι. σε μια περιοχή κατοικημένη από Λευκορώσους και το 1323 έγινε πρωτεύουσα του μεγάλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”